- προσδόκιμος
- -ον, Ααυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ.β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ευδόκ-ιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδόκιμος — expected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμον — προσδόκιμος expected masc/fem acc sg προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμοισι — προσδόκιμος expected masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμου — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμους — προσδόκιμος expected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμων — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμα — προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμοι — προσδόκιμος expected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)